ορθολογιστικός

ορθολογιστικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στον ορθολογισμό
2. φρ. «ορθολογιστική οργάνωση επιχείρησης» — η οργάνωση επιχείρησης με τέτοιο τρόπο ώστε να ελαχιστοποιεί τα έξοδα και να μεγιστοποιεί την παραγωγικότητα και τα κέρδη.
επίρρ...
ορθολογιστικώς και -ά
1. με ορθολογιστικό τρόπο
2. από ορθολογιστική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθολογιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Α. Ραφαηλίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορθολογιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον ορθολογισμό: Ορθολογιστική οργάνωση της εργασίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορθολογικός — ή, ό ο σύμφωνος με τον ορθό λόγο, ορθολογιστικός. επίρρ... ορθολογικώς και ά από ορθολογική άποψη, με ορθολογία, με ορθολογισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Ι. Σκαλτσούνη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”